- καλοπρόσωπος
- καλοπρόσωπος, -ον (AM)αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ευειδής, όμορφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ομοιο-πρόσωπος, πολυπρόσωπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοπρόσωπος — with fair face masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοπρόσωπον — καλοπρόσωπος with fair face masc/fem acc sg καλοπρόσωπος with fair face neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
ԳԵՂԵՑԿԱԴԷՄ — ( ) NBH 1 0537 Chronological Sequence: 8c ա. καλοπρόσωπος, καλλίμορφος formosus Գեղեցիկ դիմօք: Նիւս. կուս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)